- οδοντιατρικός
- η , ό зубоврачебный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οδοντιατρικός — και οδοντοϊατρικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οδοντίατρο ή στην επιστήμη του (α. «οδοντιατρικός σύλλογος» β. «οδοντιατρικά εργαλεία») 2. το θηλ. ως ουσ. η οδοντιατρική κλάδος τής ιατρικής ο οποίος ασχολείται με την πρόληψη και τη … Dictionary of Greek
οδοντιατρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεραπεία των δοντιών ή στην επιστήμη του οδοντίατρου: Οδοντιατρική σχολή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οδοντοϊατρικός — ή, ό βλ. οδοντιατρικός … Dictionary of Greek